κοινωνος

κοινωνος
    κοινωνός
    I
    2
    соучаствующий, совместный, общий
    

κοινωνῷ ξίφει κατεργάζεσθαί τινα Eur. — убить кого-л. сообща

    II
    ὅ и ἥ
    1) (со)участник, (со)товарищ
    

(πραγμάτων Aesch.)

    κ. γνώματος Aesch. и κ. ψήφου Plat. — единомышленник;
    ἥ κ. γάμων Eur. — подруга жизни, супруга

    2) товарищ, приятель
    

(ὅ σὸς κ. Dem.; ἴσοι καὴ κοινωνοί Arst.; τινος и τινι NT.)

    3) сообщник
    

(τοῦ αἵματός τινος NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοινωνος" в других словарях:

  • κοινωνός — companion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνός — ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ) αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχος νεοελλ. αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τόν κατέστησε κοινωνό τής υποθέσεως») αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κοινωνοί — κοινωνός companion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνούς — κοινωνός companion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνέ — κοινωνός companion masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνῷ — κοινωνός companion masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνόν — κοινωνός companion masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνώ — κοινωνός companion masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обьщьникъ — ОБЬЩЬНИК|Ъ (75), А с. 1.Тот, кто приобщился к кому л., чему л., причастен к кому л., чему л.: и съ ст҃ыми причьтенъ бѹдеши. и съ тѣмь въ цр҃ствии ѹ нб҃снааго вл҃дкы обьщьникъ бѹдеши. ЖФП XII, 46а; съ прилежениѥмь же и тъщаниѥмь наслажа˫аисѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • María Magdalena — Para otros usos de este término, véase María Magdalena (desambiguación). María Magdalena María Magdalena, cuadro de José de Ribera …   Wikipedia Español


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»